- σέλματα
- σέλμαthe upper planking of a shipneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σέλμαθ' — σέλματα , σέλμα the upper planking of a ship neut nom/voc/acc pl σέλματι , σέλμα the upper planking of a ship neut dat sg σέλματε , σέλμα the upper planking of a ship neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλμα — το, ΝΑ κάθισμα κωπηλάτη, κν. μπάγκος («ἀλλὰ σέλμασιν νεῶν ἐπενθορόντες.... δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατάστρωμα πλοίου 2. συνεκδ. πλοίο, σκάφος 3. (γενικά) κάθισμα, έδρανο 4. (κατ επέκτ.) κάθε ξύλινο κατασκεύασμα 5. στον … Dictionary of Greek
εύσελμος — εὔσελμος και επικ. τ. ἐΰσσελμος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που έχει καλά σέλματα, θέσεις για τους κωπηλάτες («νηὸς ἐϋσσέλμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σέλμα] … Dictionary of Greek
ζυγίτης — ο (Α ζυγίτης) νεοελλ. ο κωπηλάτης που κάθεται στον ζυγό τής βάρκας αρχ. ο ερέτης, ο κωπηλάτης που καθόταν στη μεσαία από τις τρεις έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν. Άλλος τ.… … Dictionary of Greek
ρηξί(ζυγ)ος — ον, Α αυτός που σπάζει τα ζυγά, δηλαδή τα σέλματα τών κωπηλατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ρήγνυμι) + ζυγός]· … Dictionary of Greek
υπερόδεσμος — ο, Ν ναυτ. είδος ναυτικού κόμπου με τον οποίο στερεώνονται οι υπέρες τών ιστίων πάνω στα σέλματα, στους πάγκους τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρα «είδος ναυτικού σχοινιού, μαντάρι» + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek